χρονοκυκλογράφος

χρονοκυκλογράφος
ο, Ν
συσκευή αποτύπωσης, βασιζόμενη στην αρχή τού κινηματογράφου, τών κινήσεων και τών αντίστοιχων χρόνων ενός εργαζομένου κατά τη διάρκεια τής εργασίας του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + κυκλογράφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”